- ακροαστικά
- τα мед. данные аускультации, выслушивания;
ο ασθενής δεν παρουσιάζει ακροαστικά — у больного ничего подозрительного не прослушивается
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ο ασθενής δεν παρουσιάζει ακροαστικά — у больного ничего подозрительного не прослушивается
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ακροαστικός — ή, ό [ακρόαση] 1. αυτός που αναφέρεται στην ακρόαση 2. ο κατάλληλος για ακρόαση, κυρίως τα κατάλληλα για ακρόαση σημεία τού σώματος κατά την ιατρική εξέταση 3. το ουδ. ως ουσ. τα ακροαστικά 4. Ιατρ. στην ιατρική ζαργκόν* λέγεται κατά παράλειψη… … Dictionary of Greek
πλευρίτιδα — Η φλεγμονή του υπεζωκότα, ο οποίος αποτελεί ένα είδος σάκου που καλύπτει την εσωτερική επιφάνεια της θωρακικής κοιλότητας και, καθώς αναδιπλώνεται, την εξωτερική επιφάνεια των πνευμόνων. Ανάμεσα στα δύο πέταλα του υπεζωκότα σχηματίζεται κλειστή… … Dictionary of Greek
συρίζω — (I) και συρίττω ΝΜΑ, και σουρίζω και σουρώ, άω, Ν, και δωρ. τ. συρίσδω Α [σῡριγξ, σύριγγος] 1. παράγω οξύ ήχο φυσώντας με σφιγμένα τα χείλη ή μέσα σε κατάλληλο όργανο, σφυρίζω 2. (γενικά) εκβάλλω οξύ ήχο (α. «ο άνεμος εσύριζεν εις την οπήν τού… … Dictionary of Greek
υποτρίζω — ὑποτρίζω ΝΜΑ [τρίζω] νεοελλ. (η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) οι υποτρίζοντες (ενν. ρόγχοι) ιατρ. ακροαστικά ευρήματα, υγροί ρόγχοι που γίνονται αντιληπτοί κατά την ακρόαση τού θώρακα σε διάφορες παθήσεις τού αναπνευστικού συστήματος τόσο κατά την εισπνοή … Dictionary of Greek
Σοκόλσκι, Γκριγκόρι Ιβάνοβιτς — Ρώσος παθολόγος (1807 1886). Σπούδασε στην Ιατρική σχολή του Πανεπιστήμιου της Μόσχας και το 1832 ανακηρύχτηκε διδάκτορας. Από το 1838 ήταν τακτικός καθηγητής της ειδικής παθολογίας στο Πανεπιστήμιο της Μόσχας. Ασχολήθηκε κυρίως με τις παθήσεις… … Dictionary of Greek
ακροαστικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στην ακρόαση: Οι ακροαστικές δυνατότητες του ανθρώπου δεν είναι απεριόριστες. 2. (ιατρ.), αυτός που γίνεται αντιληπτός με την εξεταστική μέθοδο της ακρόασης: Η ακροαστική εξέταση του αρρώστου έδωσε αρκετά στοιχεία. 3 … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)